- εὔκλαστος
- εὔκλαστος, ον, ([etym.] κλάω)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκλαστος — εὔκλαστος, ον (Α) αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλαστός (< κλω «σπάζω, κόβω σε κομμάτια»)] … Dictionary of Greek
εὔκλαστον — εὔκλαστος easily broken masc/fem acc sg εὔκλαστος easily broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκλάστου — εὔκλαστος easily broken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκλαστα — εὔκλαστος easily broken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… … Dictionary of Greek