εὔκλαστος

εὔκλαστος
εὔκλαστος, ον, ([etym.] κλάω)
A easily broken, Dsc.4.146, Ath.Mech.18.1; gloss on εὐκέατος, Sch.Od.5.60.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύκλαστος — εὔκλαστος, ον (Α) αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλαστός (< κλω «σπάζω, κόβω σε κομμάτια»)] …   Dictionary of Greek

  • εὔκλαστον — εὔκλαστος easily broken masc/fem acc sg εὔκλαστος easily broken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκλάστου — εὔκλαστος easily broken masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκλαστα — εὔκλαστος easily broken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”